αθηρωμάτωση

αθηρωμάτωση
η Ιατρ.
ο σχηματισμός πλακών από εναπόθεση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα τών αγγείων τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < atheromatosis, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής αθήρωμα* + -ωσις (-ή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αθηρωμάτωση ή αθηροματοσκλήρυνση — Πάχυνση του έσω χιτώνα του αρτηριακού τοιχώματος (λόγω εναπόθεσης λιπαρών ουσιών), που έχει ως συνέπεια τη στένωση του αυλού των αρτηριών. Οι λιποπρωτεΐνες (σωματίδια τα οποία μεταφέρουν τη χοληστερίνη, που ευθύνεται για τον σχηματισμό του… …   Dictionary of Greek

  • χοληστερίνη — Πολυκυκλική αλκοόλη με φυσικοχημικά χαρακτηριστικά λιπαρής ουσίας· η χημική της δομή περιλαμβάνει ένα βασικό πυρήνα, το στεράνιο, που είναι κοινός και για τη βιταμίνη D, τις ορμόνες των επινεφριδίων, τα ανδρογόνα, τα οιστρογόνα και τα χολικά οξέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”